Η Μαρία Στύλλου εξηγεί πώς η Αριστερά μπορεί να αξιοποιήσει τις δυνατότητες που ανοίγει η οικονομική στασιμότητα και η πολιτική αστάθεια στην Ευρώπη.
Τα αποτελέσματα των εκλογών καταγράφουν πολιτική αστάθεια σε όλη την Ευρώπη. Οι Ευρωεκλογές έβγαλαν στη Βρετανία πρώτο το UKIP [1] που πήρε 27% και 4,35 εκατομμύρια ψήφους, στη Γαλλία επίσης πρώτο το Εθνικό Μέτωπο με επικεφαλής την Μαρίν Λεπέν, ενώ στην Ολλανδία το ακροδεξιό κόμμα του Βίλντερς ήρθε τρίτο. Μια εικόνα κρίσης των κομμάτων που μέχρι τώρα ήταν στην κυβέρνηση καταγράφεται παντού.
Τα αποτελέσματα όμως δεν δείχνουν ότι παντού ανέβηκαν τα ακροδεξιά - ρατσιστικά ή φασιστικά κόμματα. Στην Ελλάδα Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ πήραν αθροιστικά με το ζόρι 30%, το χαμηλότερο στην ιστορία από το '50 μέχρι σήμερα, και η στροφή πήγε προς τα αριστερά. Στην Ιρλανδία, αντίστοιχα, τα δύο κόμματα που είχαν σχηματίσει κυβέρνηση συνεργασίας, το δεξιό (Fine Gael) και το Εργατικό Κόμμα, κατέρρευσαν, ενώ ανέβηκε το Σιν Φέιν και μια σειρά από ψηφοδέλτια «ανεξαρτήτων». Στην Ισπανία τα δύο παραδοσιακά κυβερνητικά κόμματα, η δεξιά και οι σοσιαλιστές έπεσαν στο 50% από 80% που άθροιζαν μέχρι πρόσφατα, και η δύναμη της Αριστεράς (Ενωμένη Αριστερά με κέντρο το Κ.Κ. Ισπανίας) τριπλασιάστηκε σε σύγκριση με τις προηγούμενες ευρωεκλογές.
Στην Ισπανία η έκπληξη ήταν το "Podemos" («Μπορούμε»), πρωτοβουλία του κινήματος των πλατειών που ξεκίνησε τον Μάη του 2011 εμπνευσμένο από τις Αραβικές Επαναστάσεις και από την κατάληψη της πλατείας Ταχρίρ. Το “Podemos” συγκέντρωσε 1.200.000 ψήφους!
Εκεί που φαίνεται ότι τα αποτελέσματα των Ευρωεκλογών δεν δημιούργησαν με¬γάλο πρόβλημα για την κυβέρνηση του μεγάλου συνασπισμού είναι στη Γερμανία. Αλλά και αυτό είναι επιφανειακό. Ακόμα και εκεί η Μέρκελ δέχεται πιέσεις και από την αριστερά και από τα δεξιά με την εμφάνιση ενός «ευρωσκεπτικιστικού» κόμματος.[3]
Το μεγάλο ζήτημα, όμως, είναι ότι η κρίση στα κόμματα που μέχρι τώρα κυβερνούσαν δεν τελείωσε με τις εκλογές. Το πιο χτυπητό παράδειγμα είναι η Γαλλία. Εκεί η κυβέρνηση που μόλις τον περασμένο Απρίλη είχε ορκίσει ο Ολάντ με πρωθυπουργό τον Βαλς κατέρρευσε στο τέλος Αυγούστου, γιατί ο Υπουργός Οικονομικών διαφώνησε με το πρόγραμμα λιτότητας που περιλαμβάνει περικοπές 40 δις στους φόρους των επιχειρήσεων και περικοπές 50 δις στις δημόσιες δαπάνες για την επόμενη τριετία.
Μπροστά τους όλη η ηγεσία της Ε.Ε. και όλες οι κυβερνήσεις έχουν μια οικονομική κατάσταση που χειροτερεύει, τα πολιτικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν επιδεινώνονται και η αστάθεια δυσκολεύει τις κινήσεις τους.
Στασιμότητα
Στο Κάνσας Σίτυ, στην πολιτεία Ουαϊόμιγκ, γίνεται κάθε Αύγουστο ένα συμπόσιο οργανωμένο από το εκεί παράρτημα της Κεντρικής Τράπεζας των ΗΠΑ (Federal Reserve). Όταν το 2005, σ' αυτό το συμπόσιο, ένα στέλεχος του Δ.Ν.Τ. μίλησε για κίνδυνο κατάρρευσης του τραπεζικού συστήματος, οι υπόλοιποι τον έκραξαν. Τον είπαν «Λουδίτη» που δεν κατανοεί τις τεχνολογικές εξελίξεις στον χρηματοπιστωτικό κλάδο. Εννιά χρόνια αργότερα, με τη μεγαλύτερη κρίση να έχει ξεσπάσει, δεν είχαν την ίδια αυτοπεποίθηση για την πορεία του συστήματος τους. Η ομήγυρη από τους ίδιους τραπεζίτες, επιχειρηματίες και γραφειοκράτες, το μόνο που διαπίστωσε ήταν «την αδυναμία του καπιταλισμού να βγει από την κρίση», όπως χαρακτηριστικά έγραψε ένας σχολιαστής. Η «Τρύπα του Τζάκσον», η ονομασία του χώρου που γίνεται το συμπόσιο, λειτούργησε συμβολικά σαν την εικόνα του καπιταλισμού διεθνώς. Στις ΗΠΑ, μετά από τόσα χρόνια με φτηνά δάνεια, τύπωμα ζεστού χρήματος, και επιτόκιο που πλησίαζε στο 0%, η ανάκαμψη είναι περιορισμένη, και η προοπτική για αναστροφή της κατάστασης αβέβαιη. Στην Ιαπωνία, η μίμηση της ίδιας πολιτικής από την κυβέρνηση και την κεντρική τράπεζα, μετά από μια μικρή αρχική περίοδο αισιοδοξίας, δεν έχει αποτελέσματα. Όσο για την Ευρώπη, η περιγραφή που δίνει ο Μάικλ Ρόμπερτς στο άρθρο του «Ο μύθος της επι¬στροφής στην ομαλότητα» στις 14 Αυγούστου τα λέει όλα:[4]
«Τα στοιχεία από την Ευρωζώνη είναι απελπιστικά. Η βιομηχανική παραγωγή συρρικνώνεται συνεχώς την τελευταίο περίοδο, τον Μάη έπεσε 1,1% σε σύγκριση με τον Απρίλη και τον Ιούνη άλλα 0,3% σε σύγκριση με τον Μάη. Τα στοιχεία, που μόλις δημοσιεύτηκαν για το τρίμηνο Απρίλη με Ιούνη, δείχνουν ότι δεν υπήρξε καμιά πραγματική αύξηση του ΑΕΠ μέσα σ' αυτό το τρίμηνο. Η γαλλική οικονομία παρέμεινε στάσιμη για όλο το πρώτο εξάμηνο του 2014, ενώ οι επενδύσεις των επιχειρήσεων έπεσαν το τελευταίο τρίμηνο κατά 0,8%. Η γαλλική κυβέρνηση έχει περιορίσει στο 0,5% την προηγούμενη αισιόδοξη πρόβλεψη της για πραγματική ανάπτυξη του ΑΕΠ κατά 1,1% για το 2014. Η Γαλλία μπορεί να αποδειχτεί τυχερή να μπορέσει να φτάσει έστω και αυτό. Ακόμα πιο ανησυχητική είναι η κατάσταση της γερμανικής οικονομίας, που είναι κλειδί για όλη την περιοχή. Η οικονομία της συρρικνώθηκε το δεύτερο τρίμηνο γνωρίζοντας πτώση από τον Απρίλη μέχρι Ιούνη κατά - 0,2%. Εάν βάλετε όλα αυτά μαζί με τη συρρίκνωση της ιταλικής οικονομίας, την ανάπτυξη στο μόλις 0,5 - 0,6% στην Ολλανδία, Ισπανία, Πορτογαλία και επιπλέον μια νέα συρρίκνωση στην Ελλάδα, η όλη περιοχή της Ευρωζώνης έμεινε στάσιμη το τελευταίο τρίμηνο και είχε ανάπτυξη μόνο 0,7% τους τελευταίους 12 μήνες».
Ακόμα και η νέα υπόσχεση του Ντράγκι ότι η ΕΚΤ θα αυξήσει τη ρευστότητα δεν μοιάζει να καθησυχάζει κανέναν.
Ο Μάϊκλ Ρόμπερτς σε ένα επόμενο άρθρο του με τίτλο «Καπιταλισμός: Στασιμότητα ή υποχονδρία»(!), θεωρεί ότι για να μπορέσει το σύστημα να βγει από την παρατεταμένη ύφεση και να ξεφύγει από τη «μόνιμη στασιμότητα», έχει ανάγκη να ανεβάσει την κερδοφορία του σε επίπεδα ψηλότερα τουλάχιστον απ' αυτά του τέλους της δεκαετίας του 1990. Αυτό απαιτεί πολύ μεγάλες δια¬γραφές των χρεών του ιδιωτικού τομέα (που ακόμα δεν έχουν μειωθεί) και πιθανόν άλλη μια έως δυο υφέσεις ώστε να απαξιωθούν τα πιο δαπανηρά μη-παραγωγικά περιουσιακά στοιχεία. Ο καπιταλισμός δεν βρίσκεται απλά μπροστά σε στασιμότητα αλλά σε περισσότερες βίαιες οικονομικές ανακατατάξεις που θα καταστρέψουν κεφάλαια και βέβαια τις ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων πάνω στον πλανήτη».[5]
Ακόμα και μια φιλοκυβερνητική εφημερίδα σαν ΤΑ ΝΕΑ μιλούσε για «μολυβένια δεκαετία» που έχει η Ελλάδα μπροστά της (πρωτοσέλιδο σχόλιο στις 19 Αυγούστου).
Ποιος μπορεί να σταματήσει αυτή την καταστροφή; Η πολιτική αστάθεια δημιουργεί τεράστια προβλήματα σε κάθε άρχουσα τάξη για να συνεχίσει και να έχει τον έλεγχο και των πολιτικών εξελίξεων και των μέτρων που θέλει να πάρει. Το ερώτημα είναι πώς μπορεί η αριστερά να αρπάξει αυτή την ευκαιρία που της ανοίγεται. Ποια αριστερά μπορεί να το κάνει και με ποιον τρόπο;
Η απάντηση απαιτεί να σταθούμε σε τέσσερα σημεία. Το πρώτο ζήτημα είναι η σχέση της αριστεράς με το εργατικό κίνημα. Το δεύτερο είναι η μάχη ενάντια στον φασισμό και τον ρατσισμό. Το τρίτο είναι η στάση της απέναντι στους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς και τον πόλεμο. Και το τέταρτο είναι το ζήτημα της εναλλακτικής προοπτικής απέναντι σ' αυτό το σύστημα.
Εργατικό κίνημα και αριστερά
Μέσα σε κομμάτια της αριστεράς επικρατεί η άποψη ότι το εργατικό κίνημα δεν βρέθηκε στο ύψος των περιστάσεων. Ότι η επίθεση, τα μνημόνια, η λιτό¬τητα ήταν πολύ μεγαλύτερα από την αντίσταση. Αυτές οι διαπιστώσεις δεν σταματάνε μόνον εκεί αλλά προχωράνε σε γενικεύσεις προς πολλές κατευθύνσεις. Απόψεις που αμφισβητούν την ίδια την ύπαρξη της εργατικής τάξης σήμερα, το ρόλο που μπορεί να παίξει, και αναζητούν εναλλακτικές σε νέα υποκείμενα, σε «ευρύτερα» κινήματα. Αυτές οι απόψεις συχνά συνδυάζονται και με θεωρίες που δίνουν μεγαλύτερη σημασία στις εκλογές από τις απεργίες.
Για να αποφύγουμε όλα αυτά τα μπερδέματα χρειάζεται κατ' αρχήν να δούμε την εικόνα της εργατικής αντίστασης όλα αυτά χρόνια της κρίσης. Μπορεί η Ελλάδα να μοιάζει η εξαίρεση με 30 γενικές απεργίες, με απεργίες διαρκείας, με μάχες όπως των απολυμένων της ΕΡΤ που συμπληρώνει δεκαπέντε μήνες, τις καθαρίστριες που έκλεισαν εκατό μέρες κατάληψης έξω από το Υπουργείο Οικονομικών και συνεχίζουν, με τη μάχη της αξιολόγησης που χάλασε τους προγραμματισμούς του Μητσοτάκη και πολλά ακόμα παραδείγματα και μάχες.
Κι όμως η ελληνική εικόνα των τελευταίων χρόνων δεν είναι μοναδική αν κοιτάξουμε λίγο ευρύτερα. Στη Γαλλία όπου η κυβέρνηση του Σοσιαλιστικού Κόμματος έχει μπει στη χειρότερη κρίση, οι περισσότερες κυβερνήσεις των τελευταίων είκοσι χρόνια έχουν πέσει μετά από απεργίες και μεγάλους αγώνες. Ο Σαρκοζί τελείωσε τη θητεία του μετά από τη μεγάλη απεργία για τις συντάξεις. Ο Ζυπέ, που τώρα προετοιμάζεται για υποψήφιος της δεξιάς για την Προεδρία, έχασε την κυβέρνηση το 1997 μετά από τη μεγάλη απεργία στο δημόσιο του Δεκέμβρη του 1995. Δέκα χρόνια αργότερα, το 2007, η κυβέρνηση του Βιλπέν πέφτει μετά από τις μεγάλες φοιτητικές απεργίες ενάντια στο Σύμφωνο Πρώτης Απασχόλησης.
Διεθνώς η χρονιά του 2011 ήταν σημείο καμπής με την ανατροπή του Μουμπάρακ να εμπνέει τους αγώνες στην Ευρώπη. Στην Ισπανία τα συνδικάτα κήρυξαν γενική απεργία τον Σεπτέμβρη του 2010 και μια δεύτερη τον Μάρτη του 2012. Στην Πορτογαλία δυο μεγάλες συνομοσπονδίες συντονίστηκαν και κάλεσαν την πρώτη γενική απεργία μετά από 22 χρόνια, τον Νοέμβρη του 2010, προχώρησαν σε άλλη μια την επόμενη χρονιά και μια τρίτη τον Μάρτη του 2012.
Στις 14 Νοέμβρη του 2012 τα συνδικάτα στις δυο χώρες συντονίστηκαν σε κοινή γενική απεργία, η πρώτη που έχει γίνει μετά το τέλος των δικτατοριών. Στην Ισπανία ακολούθησε ένα κύμα από νικηφόρες απεργίες στα νοσοκομεία και στις 22 Μάρτη 2014 πάνω από ένα εκατομμύριο διαδηλωτές ενάντια στη λιτότητα πλημμύρισαν τη Μαδρίτη.
Μπορεί ο αριθμός των απεργιών και το επίπεδο της ταξικής πάλης να διαφέρει από χώρα σε χώρα, λόγω παραδόσεων, κατάστασης του καπιταλισμού, αλλά και δύναμης της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας. Η εικόνα όμως της εργατικής αντίστασης, σε καμιά χώρα και σε καμιά στιγμή δεν αφήνει περιθώρια αμφισβήτησης της δύναμης της εργατικής τάξης και του ρόλου που μπορεί να παίξει μέσα στις σημερινές συνθήκες.
Σήμερα είναι αδιανόητο να επαναλαμβάνονται λάθη όπως στις παραμονές του '68, όταν μια σειρά διανοούμενοι, όπως ο Andre Gorz, ο Marcuze, κ.α., δήλωναν ότι «στο άμεσο μέλλον δεν προβλέπεται τόσο μεγάλη κρίση του καπιταλισμού, τόσο δραματική που να αναγκάσει τους εργάτες να προχωρήσουν σε γενική απεργία». Στη σημερινή περίοδο το βάρος της εργατικής τάξης είναι μεγαλύτερο από τον Μάη του '68. Ένα απλό παράδειγμα από την οικονομία δείχνει τη δύναμη της.
Από το 1970 η παραγωγικότητα έχει αυξηθεί 254,3% ενώ οι μισθοί 113,1%. Η διαφορά πήγε στα κέρδη. Ένα bras-de-fer ανάμεσα στους εργάτες και τους καπιταλιστές είναι ανοιχτό. Από τη μια η δύναμη των εργατών, με την παραγωγικότητα και από την άλλη τα προβλήματα, οι δυσκολίες να διεκδικήσουν τον πλούτο που παράγουν.
Αυτό είναι ζήτημα οργάνωσης του πιο μαχητικού και πρωτοπόρου κομματιού της εργατικής τάξης μέσα στους χώρους και στα συνδικάτα. Όπου αυτό έχει προχωρήσει, εκεί οι αγώνες για να μην τσακιστεί κι άλλο το κόστος εργασίας, για να συνεχίσουν οι απεργίες, για να μην μείνει κανένα κομμάτι μόνο του και να συντονιστεί με τα άλλα, κάνει τη διαφορά. Στην Ελλάδα ο αγώνας της ΕΡΤ έγινε παράδειγμα για αντίσταση σε όλα τα κλεισίματα και τις απολύσεις στη συνέχεια. Όχι μόνο πηγή έμπνευσης, αλλά και οργάνωσης γιατί με κέντρο τους απολυμένους της ΕΡΤ - που διεκδικούν και συνεχίζουν για να γυρίσουν πίσω -συντονίστηκαν πολλά κομμάτια του δημοσίου που παλεύουν ενάντια στις διαθεσιμότητες, την αξιολόγηση, τις συνενώσεις και τις απολύσεις. Το ότι αυτές οι μάχες συνεχίζονται, ότι συντονίζονται τα διάφορα κομμάτια, ότι η αλληλεγγύη και η συμπαράσταση κυριαρχούν μέσα στους εργατικούς χώρους όπως φαίνεται και με τις καθαρίστριες, όλα αυτά έχουν και την πολιτική τους διάσταση. Κι αυτό είναι η στροφή αριστερά. Το πώς στις Ευρωεκλογές, από την κατάρρευση του αθροίσματος ΝΔ-ΠΑΣΟΚ, η ΧΑ. πήρε 9% ενώ η αριστερά συνολικά έφτασε το 35%.
Η αντιφασιστική δράση
Στις 26 Νοέμβρη του 1931 ο Τρότσκι έγραψε μια παμφλέτα με τίτλο «Γερμανία, το κλειδί της διεθνούς κατάστασης», όπου εξηγούσε ότι:
«Σύμφωνα με την κατεύθυνση και τη λύση που θα βρει η γερμανική κρίση θα καθοριστούν, για πολλά χρόνια, όχι μονάχα η τύχη της ίδιας της Γερμανίας (κι αυτό είναι ήδη αρκετό), αλλά και τα πεπρωμένα της Ευρώπης, τα πεπρωμένα όλου του κόσμου. ... Η κατάληψη της εξουσίας από τους εθνικοσοσιαλιστές θα σήμαινε προπάντων την εξόντωση του ανθού του γερμανικού προλεταριάτου, την καταστροφή των οργανώσεων του, το χάσιμο της εμπιστοσύνης στον ίδιο του τον εαυτό του και το μέλλον του. Αν λάβουμε υπόψη πόσο ώριμοι και βαθιοί είναι οι κοινωνικοί ανταγωνισμοί στη Γερμανία, το καταχθόνιο έργο του ιταλικού φασισμού θα φαινόταν ασφαλώς σαν ένα ασήμαντο και σχεδόν ανθρωπιστικό πείραμα μπροστά στο έργο τον γερμανικού εθνικοσοσιαλισμού... Δέκα προλεταριακές εξεγέρσεις, δέκα αλλεπάλληλες ήττες, δεν θα μάτωναν και δεν θα εξασθένιζαν το γερμανικό προλεταριάτο τόσο όσο θα το αδυνάτιζε αυτή τη στιγμή η υποχώρηση του μπροστά στο φασισμό, την ώρα που τίθεται απλά και καθαρά το ζήτημα ποιος θα είναι ο σπιτονοικοκύρης της Γερμανίας... Η Γερμανία είναι το κλειδί της διεθνούς κατάστασης».[6]
Σήμερα αυτό το ίδιο μπορούμε να πούμε για τη Γαλλία, την Ελλάδα, την Ολλανδία, την Ουγγαρία, για κάθε χώρα της Ευρώπης που μέσα στη χειρότερη κρίση οι φασιστικές και ρατσιστικές οργανώσεις σήκωσαν κεφάλι.
Στη Βρετανία το ΒΝΡ δεν έβγαλε ούτε έναν Ευρωβουλευτή, όμως το UKIP, βγήκε πρώτο και εάν μείνει ανενόχλητο, εάν το κίνημα «Σταματήστε το UKIP» δεν καταφέρει να περιορίσει την επιρροή του, τότε ανοίγει η προοπτική να ξαναενισχυθούν οι φασιστικές οργανώσεις. Στη Γερμανία το αντιφασιστικό κίνημα κατάφερε να διαλύσει τους φασίστες. Σ' αυτές τις εκλογές δεν πήραν πάνω από 1,5%. Όμως το νέο «ευρωσκεπτικιστικό» ρατσιστικό κόμμα, που πέρασε το όριο του 5% και έβγαλε Ευρωβουλευτή, μπορεί να λειτουργήσει σαν εφαλτήριο για πογκρόμ ενάντια στους μετανάστες οργανωμένα από κοινού από οπαδούς αυτού του κόμματος και απομεινάρια των φασιστών.
Αυτή η διαπίστωση πρέπει να οδηγεί σε μια αντιμετώπιση που να αποκλείει δυο λάθη. Το πρώτο, την αυταπάτη ότι τον φασισμό τον αντιμετωπίζεις με το «συνταγματικό τόξο», με την ενίσχυση των θεσμών της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, των ίδιων θεσμών που διαχειρίζονται την κρίση και σπέρνουν την απόγνωση σε μαζική κλίμακα. Το εργατικό κίνημα είναι η δύναμη που μπορεί και πρέπει να συσπειρωθεί ενάντια στη φασιστική απειλή. Αλλά εδώ χρειάζεται να αποκλείσουμε ένα δεύτερο λάθος, δηλαδή την αντίληψη ότι όταν θα φτάσει το εργατικό κίνημα στο επίπεδο να τσακίσει τον καπιταλισμό τότε θα τσακίσει και τον φασισμό. Την αντίληψη ότι μέχρι τότε θα χάνει τις μάχες χωρίς να μπορεί να σταματήσει τους φασίστες. Γιατί στην πραγματικότητα ισχύει το αντίθετο - οι μάχες ενάντια στο φασισμό χτίζουν το εργατικό κίνημα για να φτάσει να ανατρέψει και το σύστημα που τον γεννάει.
Αυτό ξεκαθαρίζει και γιατί είναι λάθος η παραίτηση από τη σύγκρουση με τον ρατσισμό, τις ρατσιστικές ιδέες της κυρίαρχης τάξης και ειδικά σήμερα την ισλαμοφοβία.
Στη Γαλλία κομμάτια της αριστεράς υπέκυψαν στην ισλαμοφοβία, αποδέχτηκαν την απαγόρευση που επέβαλε ο Σιράκ για την μαντήλα στις μουσουλμάνες και έτσι άφησαν ανοιχτό το δρόμο για την επανεμφάνιση του φασιστικού Εθνικού Μετώπου και της Μαρίν Λεπέν.
Ο ρατσισμός δεν είναι γραμμένος στις ιδέες της εργατικής τάξης, είναι το όπλο που χρησιμοποιεί η κυρίαρχη τάξη για να τη διασπάσει και να την αδυνατίσει. Την τελευταία δεκαετία αυτή η επίθεση έχει πάρει τη μορφή της ισλαμοφοβίας. Το μέτωπο του Ιράκ που ξανανοίγει, η ISIS που διεκδικεί να προχωρήσει σε δικό της κράτος παίρνοντας εδάφη από Συρία και Ιράκ, έχουν δώσει τη δυνατότητα στις κυβερνήσεις της Δύσης να ξαναφέρουν τον μπαμπούλα του μουσουλμανικού κινδύνου. Οι ΗΠΑ μιλάνε ξανά για «ανθρωπιστικούς βομβαρδισμούς» και ο Σαμαράς στέλνει τον Αβραμόπουλο στο αμερικάνικο Πεντάγωνο να δηλώσει ελληνικό παρών σε αυτή την εκστρατεία.
Η Αριστερά οργανώνει την πάλη ενάντια στον φασισμό σαν ξεχωριστό καθήκον μέσα σ' αυτές τις συνθήκες. Αυτό σημαίνει ενιαιομετωπικά με όλα τα κόμματα της αριστεράς και με κόμματα της Σοσιαλδημοκρατίας τουλάχιστον όσα και όσοι είναι διατεθειμένοι να μπουν σ' αυτή τη μάχη. Χρησιμοποιεί θεσμούς χωρίς να στηρίζεται σ' αυτούς, γιατί η δύναμη βρίσκεται στο κίνημα που συγκρούεται με τους φασίστες στους δρό¬μους και όπου αλλού τολμάνε να εμφανιστούν. Το ότι στην Ελλάδα έχει δημιουργηθεί η ΚΕΕΡΦΑ, μια κεντρική αντιφασιστική οργάνωση που παίρνει πρωτοβουλίες πανελλαδικά, που έχει επιτροπές σε πολλές εργατογειτονιές, που έπαιξε ρόλο στο να οργανωθούν συλλαλητήρια σε όλους τους δήμους ενάντια στα γραφεία και στις φασιστικές επιθέσεις, που πρωτοστάτησε στην μεγάλη πορεία στα γραφεία της Χρυσής Αυγής μια βδομάδα μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, που πήρε την πρωτοβουλία να δημιουργηθεί διεθνής αντιφασιστικός συντονισμός για τα αντιφασιστικά συλλαλητήρια σε μια σειρά από πρωτεύουσες και μεγάλες πόλεις στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ στις 22 Μάρτη του 2014, κάνει διαφορά. Άνοιξε το δρόμο για να μπει η ηγεσία της Χρυσής Αυγής στη φυλακή και για να τους παραπέμψουν σε δίκη - πολύ πιθανόν τον Νοέμβρη - σαν εγκληματική οργάνωση. Αυτή είναι μια μάχη που μπορεί να γίνει καμπή για την αντιμετώπιση της φασιστικής απειλής σε όλη την Ευρώπη.
Ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί
Ουκρανία, Μέση Ανατολή και νοτιοανατολική Ασία, είναι τρεις εμπόλεμες περιοχές που συμμετέχουν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο οι μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Στην Νοτιοανατολική Ασία οι ΗΠΑ στέλνουν στρατό για να συγκρατήσουν την οικονομική και γεωπολιτική άνοδο της Κίνας.
Στη σύγκρουση για τον έλεγχο της Ουκρανίας δεν περιορίζονται μόνο στην οικονομική και πολιτική στήριξη της κυβέρνησης του Κιέβου, αλλά προχώρησαν και σε κήρυξη εμπάργκο των ρωσι¬κών καταθέσεων στις δυτικές τράπεζες και στη συνέχεια των ρωσικών προϊόντων. Αυτό έχει σημάνει την κλιμάκωση του εμπορικού πολέμου ανάμεσα στον Πούτιν από τη μια και τις κυβερνήσεις της Ε.Ε. από την άλλη.
Η επέλαση του 1818 στο Ιράκ έγειρε την πλάστιγγα στο να αποφασίσει ο Ομπάμα να προχωρήσει σε βομβαρδισμούς, έτσι ώστε να ανακόψει το Ισλαμικό Κράτος. Ταυτόχρονα οι παλιοί «πρόθυμοι» του Μπους αποφάσισαν να στηρίξουν τους Κούρδους για να δώσουν τις χερσαίες μάχες. Είναι σαφές ότι αυτό το σχέδιο δεν λειτουργεί, τώρα μιλάνε να δώσουν τη μάχη πόρτα-πόρτα για να επανακαταλάβουν τη Μοσούλη, άρα η προοπτική είναι για μια επέμβαση χωρίς τέλος και με χιλιάδες θύματα, όσο αυτή θα κλιμακώνεται.
Όσοι έλπιζαν ότι η εκλογή του Ομπάμα ήταν το τέλος των αμερικάνικων επεμβάσεων και ότι η οικονομική κρίση στην Ε.Ε. δεν θα τους άφηνε να επέμβουν, διαψεύδονται από την πραγματικότητα.
Μπροστά της η αριστερά έχει να παλέψει όχι σε ένα αλλά σε τρία μέτωπα και χρειάζεται να ξεκαθαρίσει τρία πράγματα.
Το πρώτο, ότι η Αριστερά είναι ενάντια στον πόλεμο και στις στρατιωτικές επεμβάσεις και στις τρεις περιοχές. Το δεύτερο, ότι δεν διαλέγει μεριά με βάση του ποιος είναι ο λιγότερο κακός. Στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο που συμπληρώνονται φέτος εκατό χρόνια, αυτή η πολιτική οδήγησε στα σφαγεία των εργατών και κατάληξε στην κατάρρευση των μαζικών εργατικών κομμάτων εκείνης της εποχής. Στην Ουκρανία η λύση είναι οι εργάτες του Κίεβου να ενωθούν με τους εργάτες του Ντόνετσκ ενάντια στους ολιγάρχες και τα στηρίγματα τους σε Ρωσία και Ευρώπη. Το τρίτο, είναι η αντίσταση στην ισλαμοφοβία. Στην Αίγυπτο, μεγάλο κομμάτι από την Ταχρίρ υποστήριξε το στρατό απέναντι στην Μουσουλμανική Αδελφότητα και έτσι άνοιξε το δρόμο στη στρατιωτική δικτατορία του Σίσι. Το ίδιο κινδυνεύει να πάθει η αριστερά σε όλη την Ευρώπη εάν δεν είναι ξεκάθαρη για την ευθύνη του ιμπεριαλισμού στις θρησκευτικές διαμάχες στο Ιράκ.
Η εικόνα του ιμπεριαλισμού σήμερα είναι ένας ακόμα σημαντικός λόγος να παλέψουμε για την ανατροπή του καπιταλισμού.
Εναλλακτική προοπτική
Οι σημερινές εξελίξεις προσφέρουν μεγαλύτερες δυνατότητες για την αντικαπιταλιστική αριστερά να προτείνει και να παλέψει για την εναλλακτική προοπτική απέναντι στον καπιταλισμό. Το ότι στην Ελλάδα δημιουργήθηκε η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, με κέντρο το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα, έχει παίξει πολύ σημαντικό ρόλο στις πολιτικές εξελίξεις, στην άνοδο συνολικά της αριστεράς και στον πολιτικό της προσανατολισμό.
Η αντίληψη κομματιών της Αριστεράς στην Ευρώπη και στην Ελλάδα, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν κάτι άλλο από ένα κλασσικό αριστερό ρεφορμιστικό κόμμα, αρχίζει να χάνει την απήχηση της. Σ' αυτό συνέβαλαν δυο πράγματα. Το πρώτο, η προετοιμασία του ΣΥΡΙΖΑ να αναλάβει την κυβέρνηση, με αποτέλεσμα συνεχώς να μετακινείται όλο και πιο δεξιά. Και δεύτερο και πιο σημαντικό, το γεγονός ότι υπάρχει η επαναστατική αριστερά και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ που δεν περιορίζεται να καταγγέλλει τις δεξιές μετατοπίσεις του ΣΥΡΙΖΑ αλλά προτείνει πώς μπορεί να προχωρήσει το κίνημα και οργανώνει αντίστοιχα. Η αντικαπιταλιστική ρήξη με το Ευρώ και την Ε.Ε., η διαγραφή του χρέους, η κρατικοποίηση των τραπεζών με εργατικό έλεγχο, δεν έχει επηρεάσει μόνο την αριστερά αλλά και το εργατικό κίνημα.
Ας φανταστούμε πόσο διαφορετικές θα ήταν οι εξελίξεις στην Ιταλία εάν το 1975, όταν το ΙΚΚ του Μπερλίγκουερ ετοιμαζόταν να κερδίσει τις εκλογές και να γίνει κυβέρνηση, η επαναστατική αριστερά της Ιταλίας δεν είχε ενδώσει στις αυταπάτες ότι μια κυβέρνηση με συμμετοχή του ΙΚΚ θα ήταν μια μεγάλη ανατροπή.
Τα τρία κόμματα της Επαναστατικής Αριστεράς στην Ιταλία τότε στήριξαν την προοπτική μιας τέτοιας κυβέρνησης προτείνοντας ένα κυβερνητικό πρόγραμμα λίγο πιο αριστερό από του Μπερλίγκουερ.[7] Στο κέντρο εκείνου του προγράμματος ήταν οι ανάγκες της ιταλικής οικονομίας όπως προέκυπταν από την ένταξη της στην Κοινή Ευρωπαϊκή Αγορά. Τα λάθη της επαναστατι¬κής αριστεράς το '75 σήμαναν τη διάλυση αυτών των οργανώσεων. Πέρασαν δεκαετίες για να ξανασηκώσει κεφάλι το κίνημα. Το λάθος επαναλαμβάνεται το 2006, όταν η ηγεσία της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης στήριξε την κυβέρνηση του Πρόντι και ο Φάουστο Μπερτινότι, ηγέτης της Επανίδρυσης, ανέλαβε πρόεδρος της ιταλικής Βουλής. Οκτώ χρόνια αργότερα η αριστερά και το εργατικό κίνημα στην Ιταλία πληρώνουν το κόστος αυτών των επιλογών. Ο Ρέντζι είναι πρωθυπουργός, με τη στήριξη της δεξιάς, και όλης της ηγεσίας της Ε.Ε.[8]
Το παράδειγμα της Ιταλίας δεν είναι το μοναδικό, αλλά είναι το πιο οδυνηρό. Παντού ανοίγονται μπροστά μας κρίσιμες επιλογές. Η αντικαπιταλιστική αριστερά έχει κρίσιμο ρόλο να παίξει στις εξελίξεις μέσα σε όλη την Ευρώπη. Οι 130 χιλιάδες που ψήφισαν την ΑΝΤΑΡΣΥΑ στις δημοτικές και περιφερειακές εκλογές είναι μια αφετηρία για να παλέψουμε ώστε οι επιλογές να πάνε προς την αντικαπιταλιστική προοπτική.
Η δύναμη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι πολύ μεγαλύτερη στους χώρους που μπορούν να καθορίσουν τις εξελίξεις κι αυτό είναι το εργατικό κίνημα, οι εργατικοί χώροι και τα συνδικάτα. Οι εκλογές στα συνδικάτα κατέγραψαν αυτή την αλλαγή τα τελευταία χρόνια με δυνάμωμα της αριστεράς γενικότερα, αλλά και ενίσχυση στην αντικαπιταλιστική αριστερά και στα ψηφοδέλτια που στήριζε η ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Η στρατηγική της Εργατικής Επανάστασης είναι η μόνη που μπορεί να αντιμετωπίσει τη σημερινή κρίση. Αυτό δεν σημαίνει σεκταρισμός απέναντι στο κίνημα και τη ρεφορμιστική αριστερά. Σημαίνει να είμαστε μέσα στις μάχες, να μεγαλώνουμε με τα καλύτερα στοιχεία που οργανώνουν, τα στοιχεία που έχουν την καλύτερη σχέση με την τάξη, και να χτίζουμε ένα μεγάλο και δυνατό επαναστατικό κόμμα.
Σημειώσεις
1. UKIP: ακροδεξιό ρατσιστικό κόμμα.
2. Σιν Φέιν: προέρχεται από την πολιτική πτέρυγα του ΙΡΑ
3. Κόμμα AfD: Εναλλακτική για τη Γερμανία.
4. Το μπλογκ του Michael Roberts: http://theextrecession.wordpress.com
5. ο.π.
6. Λ. Τρότσκι, «Το κλειδί της διεθνούς κατάστασης είναι στη Γερμανία», στο βιβλίο: Η πάλη ενάντια στο φασισμό στη Γερμανία, εκδόσεις Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, 2000.
7. Η Avanguardia Operaia, η Lotta Continua και το Μανιφέστο.
8. Ματέο Ρέντζι: πρωθυπουργός της Ιταλίας, ηγέτης του Δημοκρατικού Κόμματος που προέρχεται από το ιταλικό ΚΚ.
Τα αποτελέσματα των εκλογών καταγράφουν πολιτική αστάθεια σε όλη την Ευρώπη. Οι Ευρωεκλογές έβγαλαν στη Βρετανία πρώτο το UKIP [1] που πήρε 27% και 4,35 εκατομμύρια ψήφους, στη Γαλλία επίσης πρώτο το Εθνικό Μέτωπο με επικεφαλής την Μαρίν Λεπέν, ενώ στην Ολλανδία το ακροδεξιό κόμμα του Βίλντερς ήρθε τρίτο. Μια εικόνα κρίσης των κομμάτων που μέχρι τώρα ήταν στην κυβέρνηση καταγράφεται παντού.
Τα αποτελέσματα όμως δεν δείχνουν ότι παντού ανέβηκαν τα ακροδεξιά - ρατσιστικά ή φασιστικά κόμματα. Στην Ελλάδα Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ πήραν αθροιστικά με το ζόρι 30%, το χαμηλότερο στην ιστορία από το '50 μέχρι σήμερα, και η στροφή πήγε προς τα αριστερά. Στην Ιρλανδία, αντίστοιχα, τα δύο κόμματα που είχαν σχηματίσει κυβέρνηση συνεργασίας, το δεξιό (Fine Gael) και το Εργατικό Κόμμα, κατέρρευσαν, ενώ ανέβηκε το Σιν Φέιν και μια σειρά από ψηφοδέλτια «ανεξαρτήτων». Στην Ισπανία τα δύο παραδοσιακά κυβερνητικά κόμματα, η δεξιά και οι σοσιαλιστές έπεσαν στο 50% από 80% που άθροιζαν μέχρι πρόσφατα, και η δύναμη της Αριστεράς (Ενωμένη Αριστερά με κέντρο το Κ.Κ. Ισπανίας) τριπλασιάστηκε σε σύγκριση με τις προηγούμενες ευρωεκλογές.
Στην Ισπανία η έκπληξη ήταν το "Podemos" («Μπορούμε»), πρωτοβουλία του κινήματος των πλατειών που ξεκίνησε τον Μάη του 2011 εμπνευσμένο από τις Αραβικές Επαναστάσεις και από την κατάληψη της πλατείας Ταχρίρ. Το “Podemos” συγκέντρωσε 1.200.000 ψήφους!
Εκεί που φαίνεται ότι τα αποτελέσματα των Ευρωεκλογών δεν δημιούργησαν με¬γάλο πρόβλημα για την κυβέρνηση του μεγάλου συνασπισμού είναι στη Γερμανία. Αλλά και αυτό είναι επιφανειακό. Ακόμα και εκεί η Μέρκελ δέχεται πιέσεις και από την αριστερά και από τα δεξιά με την εμφάνιση ενός «ευρωσκεπτικιστικού» κόμματος.[3]
Το μεγάλο ζήτημα, όμως, είναι ότι η κρίση στα κόμματα που μέχρι τώρα κυβερνούσαν δεν τελείωσε με τις εκλογές. Το πιο χτυπητό παράδειγμα είναι η Γαλλία. Εκεί η κυβέρνηση που μόλις τον περασμένο Απρίλη είχε ορκίσει ο Ολάντ με πρωθυπουργό τον Βαλς κατέρρευσε στο τέλος Αυγούστου, γιατί ο Υπουργός Οικονομικών διαφώνησε με το πρόγραμμα λιτότητας που περιλαμβάνει περικοπές 40 δις στους φόρους των επιχειρήσεων και περικοπές 50 δις στις δημόσιες δαπάνες για την επόμενη τριετία.
Μπροστά τους όλη η ηγεσία της Ε.Ε. και όλες οι κυβερνήσεις έχουν μια οικονομική κατάσταση που χειροτερεύει, τα πολιτικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν επιδεινώνονται και η αστάθεια δυσκολεύει τις κινήσεις τους.
Στασιμότητα
Στο Κάνσας Σίτυ, στην πολιτεία Ουαϊόμιγκ, γίνεται κάθε Αύγουστο ένα συμπόσιο οργανωμένο από το εκεί παράρτημα της Κεντρικής Τράπεζας των ΗΠΑ (Federal Reserve). Όταν το 2005, σ' αυτό το συμπόσιο, ένα στέλεχος του Δ.Ν.Τ. μίλησε για κίνδυνο κατάρρευσης του τραπεζικού συστήματος, οι υπόλοιποι τον έκραξαν. Τον είπαν «Λουδίτη» που δεν κατανοεί τις τεχνολογικές εξελίξεις στον χρηματοπιστωτικό κλάδο. Εννιά χρόνια αργότερα, με τη μεγαλύτερη κρίση να έχει ξεσπάσει, δεν είχαν την ίδια αυτοπεποίθηση για την πορεία του συστήματος τους. Η ομήγυρη από τους ίδιους τραπεζίτες, επιχειρηματίες και γραφειοκράτες, το μόνο που διαπίστωσε ήταν «την αδυναμία του καπιταλισμού να βγει από την κρίση», όπως χαρακτηριστικά έγραψε ένας σχολιαστής. Η «Τρύπα του Τζάκσον», η ονομασία του χώρου που γίνεται το συμπόσιο, λειτούργησε συμβολικά σαν την εικόνα του καπιταλισμού διεθνώς. Στις ΗΠΑ, μετά από τόσα χρόνια με φτηνά δάνεια, τύπωμα ζεστού χρήματος, και επιτόκιο που πλησίαζε στο 0%, η ανάκαμψη είναι περιορισμένη, και η προοπτική για αναστροφή της κατάστασης αβέβαιη. Στην Ιαπωνία, η μίμηση της ίδιας πολιτικής από την κυβέρνηση και την κεντρική τράπεζα, μετά από μια μικρή αρχική περίοδο αισιοδοξίας, δεν έχει αποτελέσματα. Όσο για την Ευρώπη, η περιγραφή που δίνει ο Μάικλ Ρόμπερτς στο άρθρο του «Ο μύθος της επι¬στροφής στην ομαλότητα» στις 14 Αυγούστου τα λέει όλα:[4]
«Τα στοιχεία από την Ευρωζώνη είναι απελπιστικά. Η βιομηχανική παραγωγή συρρικνώνεται συνεχώς την τελευταίο περίοδο, τον Μάη έπεσε 1,1% σε σύγκριση με τον Απρίλη και τον Ιούνη άλλα 0,3% σε σύγκριση με τον Μάη. Τα στοιχεία, που μόλις δημοσιεύτηκαν για το τρίμηνο Απρίλη με Ιούνη, δείχνουν ότι δεν υπήρξε καμιά πραγματική αύξηση του ΑΕΠ μέσα σ' αυτό το τρίμηνο. Η γαλλική οικονομία παρέμεινε στάσιμη για όλο το πρώτο εξάμηνο του 2014, ενώ οι επενδύσεις των επιχειρήσεων έπεσαν το τελευταίο τρίμηνο κατά 0,8%. Η γαλλική κυβέρνηση έχει περιορίσει στο 0,5% την προηγούμενη αισιόδοξη πρόβλεψη της για πραγματική ανάπτυξη του ΑΕΠ κατά 1,1% για το 2014. Η Γαλλία μπορεί να αποδειχτεί τυχερή να μπορέσει να φτάσει έστω και αυτό. Ακόμα πιο ανησυχητική είναι η κατάσταση της γερμανικής οικονομίας, που είναι κλειδί για όλη την περιοχή. Η οικονομία της συρρικνώθηκε το δεύτερο τρίμηνο γνωρίζοντας πτώση από τον Απρίλη μέχρι Ιούνη κατά - 0,2%. Εάν βάλετε όλα αυτά μαζί με τη συρρίκνωση της ιταλικής οικονομίας, την ανάπτυξη στο μόλις 0,5 - 0,6% στην Ολλανδία, Ισπανία, Πορτογαλία και επιπλέον μια νέα συρρίκνωση στην Ελλάδα, η όλη περιοχή της Ευρωζώνης έμεινε στάσιμη το τελευταίο τρίμηνο και είχε ανάπτυξη μόνο 0,7% τους τελευταίους 12 μήνες».
Ακόμα και η νέα υπόσχεση του Ντράγκι ότι η ΕΚΤ θα αυξήσει τη ρευστότητα δεν μοιάζει να καθησυχάζει κανέναν.
Ο Μάϊκλ Ρόμπερτς σε ένα επόμενο άρθρο του με τίτλο «Καπιταλισμός: Στασιμότητα ή υποχονδρία»(!), θεωρεί ότι για να μπορέσει το σύστημα να βγει από την παρατεταμένη ύφεση και να ξεφύγει από τη «μόνιμη στασιμότητα», έχει ανάγκη να ανεβάσει την κερδοφορία του σε επίπεδα ψηλότερα τουλάχιστον απ' αυτά του τέλους της δεκαετίας του 1990. Αυτό απαιτεί πολύ μεγάλες δια¬γραφές των χρεών του ιδιωτικού τομέα (που ακόμα δεν έχουν μειωθεί) και πιθανόν άλλη μια έως δυο υφέσεις ώστε να απαξιωθούν τα πιο δαπανηρά μη-παραγωγικά περιουσιακά στοιχεία. Ο καπιταλισμός δεν βρίσκεται απλά μπροστά σε στασιμότητα αλλά σε περισσότερες βίαιες οικονομικές ανακατατάξεις που θα καταστρέψουν κεφάλαια και βέβαια τις ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων πάνω στον πλανήτη».[5]
Ακόμα και μια φιλοκυβερνητική εφημερίδα σαν ΤΑ ΝΕΑ μιλούσε για «μολυβένια δεκαετία» που έχει η Ελλάδα μπροστά της (πρωτοσέλιδο σχόλιο στις 19 Αυγούστου).
Ποιος μπορεί να σταματήσει αυτή την καταστροφή; Η πολιτική αστάθεια δημιουργεί τεράστια προβλήματα σε κάθε άρχουσα τάξη για να συνεχίσει και να έχει τον έλεγχο και των πολιτικών εξελίξεων και των μέτρων που θέλει να πάρει. Το ερώτημα είναι πώς μπορεί η αριστερά να αρπάξει αυτή την ευκαιρία που της ανοίγεται. Ποια αριστερά μπορεί να το κάνει και με ποιον τρόπο;
Η απάντηση απαιτεί να σταθούμε σε τέσσερα σημεία. Το πρώτο ζήτημα είναι η σχέση της αριστεράς με το εργατικό κίνημα. Το δεύτερο είναι η μάχη ενάντια στον φασισμό και τον ρατσισμό. Το τρίτο είναι η στάση της απέναντι στους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς και τον πόλεμο. Και το τέταρτο είναι το ζήτημα της εναλλακτικής προοπτικής απέναντι σ' αυτό το σύστημα.
Εργατικό κίνημα και αριστερά
Μέσα σε κομμάτια της αριστεράς επικρατεί η άποψη ότι το εργατικό κίνημα δεν βρέθηκε στο ύψος των περιστάσεων. Ότι η επίθεση, τα μνημόνια, η λιτό¬τητα ήταν πολύ μεγαλύτερα από την αντίσταση. Αυτές οι διαπιστώσεις δεν σταματάνε μόνον εκεί αλλά προχωράνε σε γενικεύσεις προς πολλές κατευθύνσεις. Απόψεις που αμφισβητούν την ίδια την ύπαρξη της εργατικής τάξης σήμερα, το ρόλο που μπορεί να παίξει, και αναζητούν εναλλακτικές σε νέα υποκείμενα, σε «ευρύτερα» κινήματα. Αυτές οι απόψεις συχνά συνδυάζονται και με θεωρίες που δίνουν μεγαλύτερη σημασία στις εκλογές από τις απεργίες.
Για να αποφύγουμε όλα αυτά τα μπερδέματα χρειάζεται κατ' αρχήν να δούμε την εικόνα της εργατικής αντίστασης όλα αυτά χρόνια της κρίσης. Μπορεί η Ελλάδα να μοιάζει η εξαίρεση με 30 γενικές απεργίες, με απεργίες διαρκείας, με μάχες όπως των απολυμένων της ΕΡΤ που συμπληρώνει δεκαπέντε μήνες, τις καθαρίστριες που έκλεισαν εκατό μέρες κατάληψης έξω από το Υπουργείο Οικονομικών και συνεχίζουν, με τη μάχη της αξιολόγησης που χάλασε τους προγραμματισμούς του Μητσοτάκη και πολλά ακόμα παραδείγματα και μάχες.
Κι όμως η ελληνική εικόνα των τελευταίων χρόνων δεν είναι μοναδική αν κοιτάξουμε λίγο ευρύτερα. Στη Γαλλία όπου η κυβέρνηση του Σοσιαλιστικού Κόμματος έχει μπει στη χειρότερη κρίση, οι περισσότερες κυβερνήσεις των τελευταίων είκοσι χρόνια έχουν πέσει μετά από απεργίες και μεγάλους αγώνες. Ο Σαρκοζί τελείωσε τη θητεία του μετά από τη μεγάλη απεργία για τις συντάξεις. Ο Ζυπέ, που τώρα προετοιμάζεται για υποψήφιος της δεξιάς για την Προεδρία, έχασε την κυβέρνηση το 1997 μετά από τη μεγάλη απεργία στο δημόσιο του Δεκέμβρη του 1995. Δέκα χρόνια αργότερα, το 2007, η κυβέρνηση του Βιλπέν πέφτει μετά από τις μεγάλες φοιτητικές απεργίες ενάντια στο Σύμφωνο Πρώτης Απασχόλησης.
Διεθνώς η χρονιά του 2011 ήταν σημείο καμπής με την ανατροπή του Μουμπάρακ να εμπνέει τους αγώνες στην Ευρώπη. Στην Ισπανία τα συνδικάτα κήρυξαν γενική απεργία τον Σεπτέμβρη του 2010 και μια δεύτερη τον Μάρτη του 2012. Στην Πορτογαλία δυο μεγάλες συνομοσπονδίες συντονίστηκαν και κάλεσαν την πρώτη γενική απεργία μετά από 22 χρόνια, τον Νοέμβρη του 2010, προχώρησαν σε άλλη μια την επόμενη χρονιά και μια τρίτη τον Μάρτη του 2012.
Στις 14 Νοέμβρη του 2012 τα συνδικάτα στις δυο χώρες συντονίστηκαν σε κοινή γενική απεργία, η πρώτη που έχει γίνει μετά το τέλος των δικτατοριών. Στην Ισπανία ακολούθησε ένα κύμα από νικηφόρες απεργίες στα νοσοκομεία και στις 22 Μάρτη 2014 πάνω από ένα εκατομμύριο διαδηλωτές ενάντια στη λιτότητα πλημμύρισαν τη Μαδρίτη.
Μπορεί ο αριθμός των απεργιών και το επίπεδο της ταξικής πάλης να διαφέρει από χώρα σε χώρα, λόγω παραδόσεων, κατάστασης του καπιταλισμού, αλλά και δύναμης της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας. Η εικόνα όμως της εργατικής αντίστασης, σε καμιά χώρα και σε καμιά στιγμή δεν αφήνει περιθώρια αμφισβήτησης της δύναμης της εργατικής τάξης και του ρόλου που μπορεί να παίξει μέσα στις σημερινές συνθήκες.
Σήμερα είναι αδιανόητο να επαναλαμβάνονται λάθη όπως στις παραμονές του '68, όταν μια σειρά διανοούμενοι, όπως ο Andre Gorz, ο Marcuze, κ.α., δήλωναν ότι «στο άμεσο μέλλον δεν προβλέπεται τόσο μεγάλη κρίση του καπιταλισμού, τόσο δραματική που να αναγκάσει τους εργάτες να προχωρήσουν σε γενική απεργία». Στη σημερινή περίοδο το βάρος της εργατικής τάξης είναι μεγαλύτερο από τον Μάη του '68. Ένα απλό παράδειγμα από την οικονομία δείχνει τη δύναμη της.
Από το 1970 η παραγωγικότητα έχει αυξηθεί 254,3% ενώ οι μισθοί 113,1%. Η διαφορά πήγε στα κέρδη. Ένα bras-de-fer ανάμεσα στους εργάτες και τους καπιταλιστές είναι ανοιχτό. Από τη μια η δύναμη των εργατών, με την παραγωγικότητα και από την άλλη τα προβλήματα, οι δυσκολίες να διεκδικήσουν τον πλούτο που παράγουν.
Αυτό είναι ζήτημα οργάνωσης του πιο μαχητικού και πρωτοπόρου κομματιού της εργατικής τάξης μέσα στους χώρους και στα συνδικάτα. Όπου αυτό έχει προχωρήσει, εκεί οι αγώνες για να μην τσακιστεί κι άλλο το κόστος εργασίας, για να συνεχίσουν οι απεργίες, για να μην μείνει κανένα κομμάτι μόνο του και να συντονιστεί με τα άλλα, κάνει τη διαφορά. Στην Ελλάδα ο αγώνας της ΕΡΤ έγινε παράδειγμα για αντίσταση σε όλα τα κλεισίματα και τις απολύσεις στη συνέχεια. Όχι μόνο πηγή έμπνευσης, αλλά και οργάνωσης γιατί με κέντρο τους απολυμένους της ΕΡΤ - που διεκδικούν και συνεχίζουν για να γυρίσουν πίσω -συντονίστηκαν πολλά κομμάτια του δημοσίου που παλεύουν ενάντια στις διαθεσιμότητες, την αξιολόγηση, τις συνενώσεις και τις απολύσεις. Το ότι αυτές οι μάχες συνεχίζονται, ότι συντονίζονται τα διάφορα κομμάτια, ότι η αλληλεγγύη και η συμπαράσταση κυριαρχούν μέσα στους εργατικούς χώρους όπως φαίνεται και με τις καθαρίστριες, όλα αυτά έχουν και την πολιτική τους διάσταση. Κι αυτό είναι η στροφή αριστερά. Το πώς στις Ευρωεκλογές, από την κατάρρευση του αθροίσματος ΝΔ-ΠΑΣΟΚ, η ΧΑ. πήρε 9% ενώ η αριστερά συνολικά έφτασε το 35%.
Η αντιφασιστική δράση
Στις 26 Νοέμβρη του 1931 ο Τρότσκι έγραψε μια παμφλέτα με τίτλο «Γερμανία, το κλειδί της διεθνούς κατάστασης», όπου εξηγούσε ότι:
«Σύμφωνα με την κατεύθυνση και τη λύση που θα βρει η γερμανική κρίση θα καθοριστούν, για πολλά χρόνια, όχι μονάχα η τύχη της ίδιας της Γερμανίας (κι αυτό είναι ήδη αρκετό), αλλά και τα πεπρωμένα της Ευρώπης, τα πεπρωμένα όλου του κόσμου. ... Η κατάληψη της εξουσίας από τους εθνικοσοσιαλιστές θα σήμαινε προπάντων την εξόντωση του ανθού του γερμανικού προλεταριάτου, την καταστροφή των οργανώσεων του, το χάσιμο της εμπιστοσύνης στον ίδιο του τον εαυτό του και το μέλλον του. Αν λάβουμε υπόψη πόσο ώριμοι και βαθιοί είναι οι κοινωνικοί ανταγωνισμοί στη Γερμανία, το καταχθόνιο έργο του ιταλικού φασισμού θα φαινόταν ασφαλώς σαν ένα ασήμαντο και σχεδόν ανθρωπιστικό πείραμα μπροστά στο έργο τον γερμανικού εθνικοσοσιαλισμού... Δέκα προλεταριακές εξεγέρσεις, δέκα αλλεπάλληλες ήττες, δεν θα μάτωναν και δεν θα εξασθένιζαν το γερμανικό προλεταριάτο τόσο όσο θα το αδυνάτιζε αυτή τη στιγμή η υποχώρηση του μπροστά στο φασισμό, την ώρα που τίθεται απλά και καθαρά το ζήτημα ποιος θα είναι ο σπιτονοικοκύρης της Γερμανίας... Η Γερμανία είναι το κλειδί της διεθνούς κατάστασης».[6]
Σήμερα αυτό το ίδιο μπορούμε να πούμε για τη Γαλλία, την Ελλάδα, την Ολλανδία, την Ουγγαρία, για κάθε χώρα της Ευρώπης που μέσα στη χειρότερη κρίση οι φασιστικές και ρατσιστικές οργανώσεις σήκωσαν κεφάλι.
Στη Βρετανία το ΒΝΡ δεν έβγαλε ούτε έναν Ευρωβουλευτή, όμως το UKIP, βγήκε πρώτο και εάν μείνει ανενόχλητο, εάν το κίνημα «Σταματήστε το UKIP» δεν καταφέρει να περιορίσει την επιρροή του, τότε ανοίγει η προοπτική να ξαναενισχυθούν οι φασιστικές οργανώσεις. Στη Γερμανία το αντιφασιστικό κίνημα κατάφερε να διαλύσει τους φασίστες. Σ' αυτές τις εκλογές δεν πήραν πάνω από 1,5%. Όμως το νέο «ευρωσκεπτικιστικό» ρατσιστικό κόμμα, που πέρασε το όριο του 5% και έβγαλε Ευρωβουλευτή, μπορεί να λειτουργήσει σαν εφαλτήριο για πογκρόμ ενάντια στους μετανάστες οργανωμένα από κοινού από οπαδούς αυτού του κόμματος και απομεινάρια των φασιστών.
Αυτή η διαπίστωση πρέπει να οδηγεί σε μια αντιμετώπιση που να αποκλείει δυο λάθη. Το πρώτο, την αυταπάτη ότι τον φασισμό τον αντιμετωπίζεις με το «συνταγματικό τόξο», με την ενίσχυση των θεσμών της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, των ίδιων θεσμών που διαχειρίζονται την κρίση και σπέρνουν την απόγνωση σε μαζική κλίμακα. Το εργατικό κίνημα είναι η δύναμη που μπορεί και πρέπει να συσπειρωθεί ενάντια στη φασιστική απειλή. Αλλά εδώ χρειάζεται να αποκλείσουμε ένα δεύτερο λάθος, δηλαδή την αντίληψη ότι όταν θα φτάσει το εργατικό κίνημα στο επίπεδο να τσακίσει τον καπιταλισμό τότε θα τσακίσει και τον φασισμό. Την αντίληψη ότι μέχρι τότε θα χάνει τις μάχες χωρίς να μπορεί να σταματήσει τους φασίστες. Γιατί στην πραγματικότητα ισχύει το αντίθετο - οι μάχες ενάντια στο φασισμό χτίζουν το εργατικό κίνημα για να φτάσει να ανατρέψει και το σύστημα που τον γεννάει.
Αυτό ξεκαθαρίζει και γιατί είναι λάθος η παραίτηση από τη σύγκρουση με τον ρατσισμό, τις ρατσιστικές ιδέες της κυρίαρχης τάξης και ειδικά σήμερα την ισλαμοφοβία.
Στη Γαλλία κομμάτια της αριστεράς υπέκυψαν στην ισλαμοφοβία, αποδέχτηκαν την απαγόρευση που επέβαλε ο Σιράκ για την μαντήλα στις μουσουλμάνες και έτσι άφησαν ανοιχτό το δρόμο για την επανεμφάνιση του φασιστικού Εθνικού Μετώπου και της Μαρίν Λεπέν.
Ο ρατσισμός δεν είναι γραμμένος στις ιδέες της εργατικής τάξης, είναι το όπλο που χρησιμοποιεί η κυρίαρχη τάξη για να τη διασπάσει και να την αδυνατίσει. Την τελευταία δεκαετία αυτή η επίθεση έχει πάρει τη μορφή της ισλαμοφοβίας. Το μέτωπο του Ιράκ που ξανανοίγει, η ISIS που διεκδικεί να προχωρήσει σε δικό της κράτος παίρνοντας εδάφη από Συρία και Ιράκ, έχουν δώσει τη δυνατότητα στις κυβερνήσεις της Δύσης να ξαναφέρουν τον μπαμπούλα του μουσουλμανικού κινδύνου. Οι ΗΠΑ μιλάνε ξανά για «ανθρωπιστικούς βομβαρδισμούς» και ο Σαμαράς στέλνει τον Αβραμόπουλο στο αμερικάνικο Πεντάγωνο να δηλώσει ελληνικό παρών σε αυτή την εκστρατεία.
Η Αριστερά οργανώνει την πάλη ενάντια στον φασισμό σαν ξεχωριστό καθήκον μέσα σ' αυτές τις συνθήκες. Αυτό σημαίνει ενιαιομετωπικά με όλα τα κόμματα της αριστεράς και με κόμματα της Σοσιαλδημοκρατίας τουλάχιστον όσα και όσοι είναι διατεθειμένοι να μπουν σ' αυτή τη μάχη. Χρησιμοποιεί θεσμούς χωρίς να στηρίζεται σ' αυτούς, γιατί η δύναμη βρίσκεται στο κίνημα που συγκρούεται με τους φασίστες στους δρό¬μους και όπου αλλού τολμάνε να εμφανιστούν. Το ότι στην Ελλάδα έχει δημιουργηθεί η ΚΕΕΡΦΑ, μια κεντρική αντιφασιστική οργάνωση που παίρνει πρωτοβουλίες πανελλαδικά, που έχει επιτροπές σε πολλές εργατογειτονιές, που έπαιξε ρόλο στο να οργανωθούν συλλαλητήρια σε όλους τους δήμους ενάντια στα γραφεία και στις φασιστικές επιθέσεις, που πρωτοστάτησε στην μεγάλη πορεία στα γραφεία της Χρυσής Αυγής μια βδομάδα μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, που πήρε την πρωτοβουλία να δημιουργηθεί διεθνής αντιφασιστικός συντονισμός για τα αντιφασιστικά συλλαλητήρια σε μια σειρά από πρωτεύουσες και μεγάλες πόλεις στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ στις 22 Μάρτη του 2014, κάνει διαφορά. Άνοιξε το δρόμο για να μπει η ηγεσία της Χρυσής Αυγής στη φυλακή και για να τους παραπέμψουν σε δίκη - πολύ πιθανόν τον Νοέμβρη - σαν εγκληματική οργάνωση. Αυτή είναι μια μάχη που μπορεί να γίνει καμπή για την αντιμετώπιση της φασιστικής απειλής σε όλη την Ευρώπη.
Ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί
Ουκρανία, Μέση Ανατολή και νοτιοανατολική Ασία, είναι τρεις εμπόλεμες περιοχές που συμμετέχουν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο οι μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Στην Νοτιοανατολική Ασία οι ΗΠΑ στέλνουν στρατό για να συγκρατήσουν την οικονομική και γεωπολιτική άνοδο της Κίνας.
Στη σύγκρουση για τον έλεγχο της Ουκρανίας δεν περιορίζονται μόνο στην οικονομική και πολιτική στήριξη της κυβέρνησης του Κιέβου, αλλά προχώρησαν και σε κήρυξη εμπάργκο των ρωσι¬κών καταθέσεων στις δυτικές τράπεζες και στη συνέχεια των ρωσικών προϊόντων. Αυτό έχει σημάνει την κλιμάκωση του εμπορικού πολέμου ανάμεσα στον Πούτιν από τη μια και τις κυβερνήσεις της Ε.Ε. από την άλλη.
Η επέλαση του 1818 στο Ιράκ έγειρε την πλάστιγγα στο να αποφασίσει ο Ομπάμα να προχωρήσει σε βομβαρδισμούς, έτσι ώστε να ανακόψει το Ισλαμικό Κράτος. Ταυτόχρονα οι παλιοί «πρόθυμοι» του Μπους αποφάσισαν να στηρίξουν τους Κούρδους για να δώσουν τις χερσαίες μάχες. Είναι σαφές ότι αυτό το σχέδιο δεν λειτουργεί, τώρα μιλάνε να δώσουν τη μάχη πόρτα-πόρτα για να επανακαταλάβουν τη Μοσούλη, άρα η προοπτική είναι για μια επέμβαση χωρίς τέλος και με χιλιάδες θύματα, όσο αυτή θα κλιμακώνεται.
Όσοι έλπιζαν ότι η εκλογή του Ομπάμα ήταν το τέλος των αμερικάνικων επεμβάσεων και ότι η οικονομική κρίση στην Ε.Ε. δεν θα τους άφηνε να επέμβουν, διαψεύδονται από την πραγματικότητα.
Μπροστά της η αριστερά έχει να παλέψει όχι σε ένα αλλά σε τρία μέτωπα και χρειάζεται να ξεκαθαρίσει τρία πράγματα.
Το πρώτο, ότι η Αριστερά είναι ενάντια στον πόλεμο και στις στρατιωτικές επεμβάσεις και στις τρεις περιοχές. Το δεύτερο, ότι δεν διαλέγει μεριά με βάση του ποιος είναι ο λιγότερο κακός. Στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο που συμπληρώνονται φέτος εκατό χρόνια, αυτή η πολιτική οδήγησε στα σφαγεία των εργατών και κατάληξε στην κατάρρευση των μαζικών εργατικών κομμάτων εκείνης της εποχής. Στην Ουκρανία η λύση είναι οι εργάτες του Κίεβου να ενωθούν με τους εργάτες του Ντόνετσκ ενάντια στους ολιγάρχες και τα στηρίγματα τους σε Ρωσία και Ευρώπη. Το τρίτο, είναι η αντίσταση στην ισλαμοφοβία. Στην Αίγυπτο, μεγάλο κομμάτι από την Ταχρίρ υποστήριξε το στρατό απέναντι στην Μουσουλμανική Αδελφότητα και έτσι άνοιξε το δρόμο στη στρατιωτική δικτατορία του Σίσι. Το ίδιο κινδυνεύει να πάθει η αριστερά σε όλη την Ευρώπη εάν δεν είναι ξεκάθαρη για την ευθύνη του ιμπεριαλισμού στις θρησκευτικές διαμάχες στο Ιράκ.
Η εικόνα του ιμπεριαλισμού σήμερα είναι ένας ακόμα σημαντικός λόγος να παλέψουμε για την ανατροπή του καπιταλισμού.
Εναλλακτική προοπτική
Οι σημερινές εξελίξεις προσφέρουν μεγαλύτερες δυνατότητες για την αντικαπιταλιστική αριστερά να προτείνει και να παλέψει για την εναλλακτική προοπτική απέναντι στον καπιταλισμό. Το ότι στην Ελλάδα δημιουργήθηκε η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, με κέντρο το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα, έχει παίξει πολύ σημαντικό ρόλο στις πολιτικές εξελίξεις, στην άνοδο συνολικά της αριστεράς και στον πολιτικό της προσανατολισμό.
Η αντίληψη κομματιών της Αριστεράς στην Ευρώπη και στην Ελλάδα, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν κάτι άλλο από ένα κλασσικό αριστερό ρεφορμιστικό κόμμα, αρχίζει να χάνει την απήχηση της. Σ' αυτό συνέβαλαν δυο πράγματα. Το πρώτο, η προετοιμασία του ΣΥΡΙΖΑ να αναλάβει την κυβέρνηση, με αποτέλεσμα συνεχώς να μετακινείται όλο και πιο δεξιά. Και δεύτερο και πιο σημαντικό, το γεγονός ότι υπάρχει η επαναστατική αριστερά και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ που δεν περιορίζεται να καταγγέλλει τις δεξιές μετατοπίσεις του ΣΥΡΙΖΑ αλλά προτείνει πώς μπορεί να προχωρήσει το κίνημα και οργανώνει αντίστοιχα. Η αντικαπιταλιστική ρήξη με το Ευρώ και την Ε.Ε., η διαγραφή του χρέους, η κρατικοποίηση των τραπεζών με εργατικό έλεγχο, δεν έχει επηρεάσει μόνο την αριστερά αλλά και το εργατικό κίνημα.
Ας φανταστούμε πόσο διαφορετικές θα ήταν οι εξελίξεις στην Ιταλία εάν το 1975, όταν το ΙΚΚ του Μπερλίγκουερ ετοιμαζόταν να κερδίσει τις εκλογές και να γίνει κυβέρνηση, η επαναστατική αριστερά της Ιταλίας δεν είχε ενδώσει στις αυταπάτες ότι μια κυβέρνηση με συμμετοχή του ΙΚΚ θα ήταν μια μεγάλη ανατροπή.
Τα τρία κόμματα της Επαναστατικής Αριστεράς στην Ιταλία τότε στήριξαν την προοπτική μιας τέτοιας κυβέρνησης προτείνοντας ένα κυβερνητικό πρόγραμμα λίγο πιο αριστερό από του Μπερλίγκουερ.[7] Στο κέντρο εκείνου του προγράμματος ήταν οι ανάγκες της ιταλικής οικονομίας όπως προέκυπταν από την ένταξη της στην Κοινή Ευρωπαϊκή Αγορά. Τα λάθη της επαναστατι¬κής αριστεράς το '75 σήμαναν τη διάλυση αυτών των οργανώσεων. Πέρασαν δεκαετίες για να ξανασηκώσει κεφάλι το κίνημα. Το λάθος επαναλαμβάνεται το 2006, όταν η ηγεσία της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης στήριξε την κυβέρνηση του Πρόντι και ο Φάουστο Μπερτινότι, ηγέτης της Επανίδρυσης, ανέλαβε πρόεδρος της ιταλικής Βουλής. Οκτώ χρόνια αργότερα η αριστερά και το εργατικό κίνημα στην Ιταλία πληρώνουν το κόστος αυτών των επιλογών. Ο Ρέντζι είναι πρωθυπουργός, με τη στήριξη της δεξιάς, και όλης της ηγεσίας της Ε.Ε.[8]
Το παράδειγμα της Ιταλίας δεν είναι το μοναδικό, αλλά είναι το πιο οδυνηρό. Παντού ανοίγονται μπροστά μας κρίσιμες επιλογές. Η αντικαπιταλιστική αριστερά έχει κρίσιμο ρόλο να παίξει στις εξελίξεις μέσα σε όλη την Ευρώπη. Οι 130 χιλιάδες που ψήφισαν την ΑΝΤΑΡΣΥΑ στις δημοτικές και περιφερειακές εκλογές είναι μια αφετηρία για να παλέψουμε ώστε οι επιλογές να πάνε προς την αντικαπιταλιστική προοπτική.
Η δύναμη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι πολύ μεγαλύτερη στους χώρους που μπορούν να καθορίσουν τις εξελίξεις κι αυτό είναι το εργατικό κίνημα, οι εργατικοί χώροι και τα συνδικάτα. Οι εκλογές στα συνδικάτα κατέγραψαν αυτή την αλλαγή τα τελευταία χρόνια με δυνάμωμα της αριστεράς γενικότερα, αλλά και ενίσχυση στην αντικαπιταλιστική αριστερά και στα ψηφοδέλτια που στήριζε η ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Η στρατηγική της Εργατικής Επανάστασης είναι η μόνη που μπορεί να αντιμετωπίσει τη σημερινή κρίση. Αυτό δεν σημαίνει σεκταρισμός απέναντι στο κίνημα και τη ρεφορμιστική αριστερά. Σημαίνει να είμαστε μέσα στις μάχες, να μεγαλώνουμε με τα καλύτερα στοιχεία που οργανώνουν, τα στοιχεία που έχουν την καλύτερη σχέση με την τάξη, και να χτίζουμε ένα μεγάλο και δυνατό επαναστατικό κόμμα.
Σημειώσεις
1. UKIP: ακροδεξιό ρατσιστικό κόμμα.
2. Σιν Φέιν: προέρχεται από την πολιτική πτέρυγα του ΙΡΑ
3. Κόμμα AfD: Εναλλακτική για τη Γερμανία.
4. Το μπλογκ του Michael Roberts: http://theextrecession.wordpress.com
5. ο.π.
6. Λ. Τρότσκι, «Το κλειδί της διεθνούς κατάστασης είναι στη Γερμανία», στο βιβλίο: Η πάλη ενάντια στο φασισμό στη Γερμανία, εκδόσεις Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, 2000.
7. Η Avanguardia Operaia, η Lotta Continua και το Μανιφέστο.
8. Ματέο Ρέντζι: πρωθυπουργός της Ιταλίας, ηγέτης του Δημοκρατικού Κόμματος που προέρχεται από το ιταλικό ΚΚ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου